Πώς να γίνεις viral

του Χρήστου Ζαμπούνη

Έως προσφάτως, για να γίνει κάποιος γνωστός στο λογοτεχνικό στερέωμα, είτε έπρεπε να είχε γράψει ένα πρώτο μυθιστόρημα που να έκανε αίσθηση, π.χ. το «Bonjour Tristesse» της Francoise Sagan, στα 17 της, είτε να είχε καθιερωθεί ύστερα από σταθερή και συνεπή εργογραφία. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο της Sagan δύναται να αναζητηθεί στο «Σοφό Παιδί» του Χρήστου Χωμενίδη, το οποίο έγραψε σε ηλικία 23 ετών και κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια αργότερα. Επιμένω στις ηλικίες, διότι στα 32 της, η Ρένα Λούνα εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Οι Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ», αλλά έγινε viral επιτιθέμενη στο σύγγραμμα ενός συναδέλφου της, και πιο συγκεκριμένως στη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση. Παίρνοντας αποσπάσματα από το κλασσικό μυθιστόρημα της μεταπολεμικής ελληνικής Λογοτεχνίας, υπό την έννοια ότι διαβάζεται ακόμη, καταγγέλλει την «πατριαρχία που δεν φύτρωσε μόνη της», και την «σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό», μεταξύ άλλων. Τα καλά νέα –και θα σταθούμε σε αυτά– είναι ότι προέκυψε μία αντιπαράθεσις για ένα πνευματικό ζήτημα, ασχέτως εάν στην συνέχεια, η woke culture εκινήθη προς την «αγαπημένη» της ακύρωση, το περίφημο cancel. Όσοι επώνυμοι διανοούμενοι έσπευσαν να υποστηρίξουν το εύλογο επιχείρημα, της κριτικής ενός έργου εντός των ιστορικών πλαισίων εις τα οποία εγράφη, κατεδικάσθησαν ερήμην ως «μεσήλικες αντιδραστικοί», ενώ οι «νεολαίοι» πανηγύριζαν κρυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία των λογαριασμών τους στα Μέσα Κοινωνικής Δικτυώσεως για μία ακόμη νίκη του δικαιωματισμού. Εν μία νυκτί, η συμπαθής, κατά τα άλλα, εάν κρίνω από τις φωτογραφίες της, Ρένα Λούνα έγινε διάσημη δίδοντας συνεντεύξεις όχι για τις «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ», αλλά για την αποδόμηση του έργου του Καραγάτση. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.

Opinions