του sir Taki Theodoracopulos
H μόνη αληθινή αγάπη είναι η καλοκαιρινή ή έτσι είπε ο Giacomo Casanova. Στην πραγματικότητα αυτό είναι δικό μου, καθώς ο Βενετός ήταν πολύ επιτήδειος για να διαφοροποιήσει τις εποχές αγάπης. Ο λόγος που θεωρώ την καλοκαιρινή αγάπη την πιο αληθινή είναι επειδή έχει τα όριά της. Έρχεται ο Σεπτέμβριος, η επιστροφή στο σχολείο, στη δουλειά, στην πόλη, οπουδήποτε, και η καλοκαιρινή αγάπη τείνει να εξασθενήσει, καθώς η ψυχρή, σκληρή πραγματικότητα επανέρχεται. Όλοι ερωτευτήκαμε πρώτη φορά καλοκαίρι, δεν υπάρχουν αντιρρήσεις επ’ αυτού. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού είδαμε για πρώτη φορά τον/την αγαπημένο/η μας και αρχίσαμε να ονειρευόμαστε και να γράφουμε ερωτικές επιστολές, διανθισμένες με διακηρύξεις λατρείας, γεμάτες με προσμονή, γοητευμένοι και με αίσθηση πληρότητας. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο γιος του οποίου ήταν φίλος μου, ήταν ένας καταπληκτικός «coureur» και έγραφε όμορφα ερωτικά γράμματα στη σύζυγό του, ενώ βρισκόταν έξω «κυνηγώντας» γυναίκες. Στις επιστολές του, οι επιπόλαιες επιδιώξεις και οι φοιτητικοί εκστασιασμοί παραπέμπουν πάντοτε στο καλοκαίρι. «Ο ήλιος μου, ο ροζ ουρανός μου, το ηλιόλουστο ουράνιο τόξο μου, ο γαλάζιος ουρανός μου, το απαλό λευκό μου σύννεφο…» Οι άνδρες μπορούν να απατήσουν τον χειμώνα, αλλά ερωτεύονται το καλοκαίρι. Η amour fou είναι καλοκαιρινή, οι ψεύτικες σχέσεις είναι χειμωνιάτικες.
Η πρώτη πραγματική μου αγάπη ήταν στο πλοίο μιας υπερατλαντικής γραμμής πίσω στο 1952. Ήμουν μόλις δεκαπέντε, την έλεγαν Isla και ήταν από το Τέξας. Ταξίδευε με τους γονείς της, όπως κι εγώ με τους δικούς μου, από τη Νέα Υόρκη στις Κάννες. Ήταν ζωηρή, πολύ όμορφη, με στιλ αγοριού, φορώντας μια κίτρινη φούστα που κάπως ταίριαζε με κάτι στο κατάστρωμα. Είχε πράσινα μάτια, τρυφερά και ζωντανά. Ορκιστήκαμε στην αιώνια αγάπη και έπειτα δεν γράψαμε, δεν μιλήσαμε ή ξαναειδωθήκαμε ποτέ. Εκείνη είναι τώρα στη δεκαετία των ογδόντα, αν είναι ακόμη ζωντανή. Βλέπετε τι εννοώ για την ψυχρή πραγματικότητα που ακολουθεί το καλοκαίρι; Το ίδιο εκείνο καλοκαίρι συναντήθηκα με την πρώτη σύζυγο του προσφάτως εκλιπόντος Καρόλου Φιξ, τη νεαρή τότε κυρία Γουλανδρή, και της πήρα ένα φιλί. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη από μένα, στα 17. Αχ, η γοητεία της ωριμότερης γυναίκας κάτω από τους φοίνικες της Γαλλικής Ριβιέρας. Το επόμενο καλοκαίρι έγινε χειρότερο. Ήμουν τώρα 16 ετών και ανυπομονούσα να πάω. Η Caroline ήρθε στη ζωή μου, λεπτή, λαμπερή, με λοξά μάτια, φορώντας το καπέλο του αγοριού της. Είχαμε μοναδικές στιγμές της ζωής μας, αλλά έπειτα ήρθε για μένα η ώρα να πάω πίσω στο σχολείο και εκείνη στο μεγάλο εξοχικό σπίτι της στην Αγγλία. Την ημέρα που έφυγε, συναντήθηκα με την Estelle και δεν είδα ποτέ ξανά την Caroline.
Ο πατέρας της Estelle ήταν ο Σουηδός πρέσβης στο Παρίσι και δεν ενέκρινε τον τρόπο ζωής της. Αλλά διατηρήσαμε επαφή, επειδή πήγε μαζί του σε μια συνάντηση του ΟΗΕ και κατέβηκα από το σχολείο για να τη δω. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα ντυμένη, μέσα στα μάλλινα και τα σχετικά ρούχα, και δεν ήταν το ίδιο με την εικόνα του μπικίνι στην οποία ήμουν συνηθισμένος. Ο χειμώνας κάνει αστεία πράγματα στις καλοκαιρινές αγάπες. Η Estelle και εγώ συνεχίσαμε να βλεπόμαστε περιστασιακά, καθώς μεγαλώναμε, πίνοντας, φλερτάροντας, μπλέκοντας σε φασαρίες, μέχρι που μια μέρα αυτοκτόνησε στην Camargue. Δεν είχα ιδέα για το ότι μια τόσο όμορφη και διασκεδαστική νεαρή γυναίκα υπέφερε από κατάθλιψη, για την έλλειψη της προνοητικότητάς μου μέμφομαι σήμερα τον εγωισμό της νεότητας.
Δεν υπήρξαν μελαγχολικές Σουηδέζες τα επόμενα χρόνια, στην αρχή και στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν ανακάλυψα τις ελληνικές θάλασσες. Σας υπενθυμίζω ότι τότε αυτό σήμαινε τη Γλυφάδα, που ήταν καθαρότερη από όσο μπορούν να καμαρώνουν σήμερα οι παραλίες της Μυκόνου ή της Κιμώλου. Όπως ήταν και η πρώτη μου ελληνική καλοκαιρινή αγάπη, η οποία αποδείχθηκε Γαλλίδα και τραγουδίστρια νυχτερινών κέντρων, με το όνομα Μαρία Vincent. Εμφανιζόταν στο καλύτερο νυχτερινό κέντρο της εποχής, την «Argentina», που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του παραλιακού δρόμου που οδηγεί στη Γλυφάδα. Η Μαρία ήταν ευφραδής ως τραγουδίστρια, καθώς επίσης και στις νυχτερινές μας περιπέτειες. Ήμουν τότε στα 17 και μάλλον υπερήφανος που μου επιτρεπόταν να τη συνοδεύω τη νύχτα μετά τη διπλή εμφάνισή της στην «Argentina», όπου η ολιγάριθμη αθηναϊκή καλή κοινωνία συγκεντρωνόνταν τα βράδια. Ο Ιππόδρομος, στο τέλος της Συγγρού, ήταν για πιο επίσημες περιπτώσεις και απαιτούσε κοστούμι και κατά καιρούς tuxedo. Στη συνέχεια, η Μαρία εξαφανίστηκε. Πληροφορήθηκα ότι ένας Έλληνας βιομήχανος (Κιθάρα-Πεταλούδα) και πλοιοκτήτης της Metropolitan Shipping την πήρε μαζί του στο νέο του ιστιοφό ρο.
Το σκάφος ήταν το «Aries», το μεγαλύτερο yacht που κατασκευάστηκε μετά τον πόλεμο στο Camper & Nicholson, και ο βιομήχανος ονομαζόταν John Theodoracopulos, ο πατέρας μου. Ήταν 49 ετών. Δεν το πήρα πολύ άσχημα, γιατί ήταν και πάλι μια καλοκαιρινή αγάπη και έπρεπε να γυρίσω πίσω στο σχολείο. Σαράντα και παραπάνω χρόνια αργότερα, το ανέφερα στον πατέρα μου, αλλά δεν θυμόταν τίποτα. Υποθέτω ότι ήταν μια καλοκαιρινή αγάπη και για εκείνον.
Τα ελληνικά καλοκαίρια δεν έγιναν συνήθεια, ειδικά μετά τo επόμενο. Συναντήθηκα με μια Ελληνίδα που έχασε τη θέση της από την Εύη Μαυράκη, η οποία αργότερα κατέκτησε την τρίτη θέση στον διαγωνισμό καλλιστείων Miss World. Η νεαρή γυναίκα την οποία ερωτεύτηκα ονομαζόταν Εύα και είχε το είδος της φιγούρας που περιγράφει ο Raymond Chandler ως κλεψύδρα. Ένας επίσκοπος θα έσπαζε ένα παράθυρο με βιτρό του καθεδρικού ναού για να τη φτάσει. Λεπτεπίλεπτο, σαν αγορίστικο αμερικανικό και με αγγλικό περίγραμμα, το σώμα της Εύας με τρέλαινε. Δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά έρωτα, τόσο πολύ, ώστε όταν αγωνίστηκα στα ελληνικό πρωτάθλημα τένις, σχεδόν έχασα από κάποιον που δεν μπορούσε να παίξει καθόλου. Τέτοια ήταν η έλλειψη συντονισμού μου. Έτσι έκλεισε το καλοκαίρι του 1955. Δεν ξαναείδα ποτέ την Εύα ούτε επέστρεψα για λίγο στην Ελλάδα. Ήμουν εκτός από τους αγώνες του τένις και το πανεπιστήμιο και, υποθέτω, μπροστά στην ανδρική ενηλικίωση. Ο έρωτας έγινε μια εμμονή κατά τη διάρκεια του χρόνου, όμως οι καλοκαιρινές αγάπες χαράχτηκαν στη μνήμη μου. Παραμένουν σπάνια, εύθραυστα κομμάτια του «μουσείου», τα οποία χειρίζομαι με ευλαβική προσοχή. Η ρομαντική αγάπη είναι από τη φύση της παραληρηματική και σύντομη, μια όμορφη τρέλα. Είναι αντικαταθλιπτική. Αλλά η καλοκαιρινή αγάπη, για λόγους που έχουν ήδη περιγραφεί, είναι η καλύτερη. Τίποτα δεν είναι πιο έντονο από την αρχή μιας ερωτικής σχέσης, ειδικά το καλοκαίρι.
Τέλος, μια τελευταία συμβουλή από έναν παλιομοδίτη: Ποτέ, μα ποτέ, μην παίζετε χαρτιά ή τζόγο με έναν άνδρα που τον φωνάζουν Doc και μην ερωτευτείτε με μια γυναίκα που ονομάζεται Baby.