SUMMER OF ’69
[ssba]

του Μισέλ Νικολαρέα

 

Eκείνο το καλοκαίρι τα είχε όλα… Στα μέσα του, στις 20 Ιουλίου, κατακτήθηκε η Σελήνη. Την προηγουμένη, στις 19, ο γερουσιαστής Ted Kennedy έβλεπε την πολιτική του καριέρα να βυθίζεται στα νερά του Chappaquiddick. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν πολύ μακριά και κάποιος Manson κάτι δυσοίωνο σχεδίαζε. Αλλά το καλοκαίρι του 1969 δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Η έκπληξη ήρθε με ένταση, ροκ ήχο και είχε όνομα: Woodstock. Ένα φεστιβάλ μουσικής που αποτέλεσε το απόγειο του κινήματος των χίπις. Πενήντα χρόνια μετά, αναμφίβολα είναι σημείο αναφοράς.

Το Woodstock Music and Art Fair συγκέντρωσε παραπάνω από 450.000 ανθρώπους σε ένα λιβάδι στην κομητεία Sullivan. Για τέσσερις ημέρες η μικρή επαρχιακή κωμόπολη Bethel θα γινόταν ένα μίνι έθνος «ανοιχτόμυαλων» νέων, στο οποίο ο έρωτας ήταν δωρεάν αλλά τα ναρκωτικά όχι. Η μουσική ξεκίνησε την Παρασκευή 15 Αυγούστου, το απόγευμα, στις 17.30, και δεν σταμάτησε μέχρι το πρωί της Δευτέρας 18 Αυγούστου 1969. Μία ημέρα πριν από την έναρξή του, το φεστιβάλ άρχισε να παίρνει «ιστορικές» διαστάσεις, αφού η προσέλευση του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη, που δημιούργησε μια ουρά από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα στην εθνική οδό, μήκους 30 χλμ. Το γεγονός έχει καταγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες κυκλοφοριακές συμφορήσεις στις ΗΠΑ – αν όχι η μεγαλύτερη–, κάνοντας το Woodstock να κερδίσει μια θέση στο λεξικό της pop κουλτούρας ως συνώνυμο του λήμματος «υπερπαραγωγή», δίπλα στις λέξεις Watergate – πολιτική κρίση και Waterloo – ήττα, καταστροφή. Στην εποχή πριν από τα hashtags, το Woodstock ήταν ήδη ένα από μόνο του.

Εκείνο το Σαββατοκύριακο του 1969, «ψεύτες, εραστές, προφήτες και καιροσκόποι ενώθηκαν. Έκαναν έρωτα, άκουσαν μουσική, έβγαλαν χρήματα και έγραψαν λίγο ιστορία». Αυτά είναι τα λόγια του Arnold Skolnick, του καλλιτέχνη που φιλοτέχνησε την αφίσα του φεστιβάλ με το λευκό περιστέρι πάνω στην κιθάρα. Το Woodstock είχε «χτυπήσει» άθελά του κάποιο νεύρο της ταραγμένης κοινωνικοπολιτικά Αμερικής. Για να καταλάβουμε το μέγεθος του εγχειρήματος, πρέπει να αναλογιστούμε ότι η επικοινωνία της εποχής καμία σχέση δεν είχε με τη σημερινή πραγματικότητα του ίντερνετ, των κοινωνικών δικτύων και της ταχύτητας της πληροφορίας.

Η προσέλευση 450.000+ θεατών από μόνη της είναι ένα τεράστιο επίτευγμα. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι μια «επιτυχημένη» συγκέντρωση στο Σύνταγμα δεν ξεπερνάει τα 50.000 άτομα και μα sold out συναυλία στο ΟΑΚΑ μαζί με τα άτομα στην αρένα φτάνει τα 78.000-80.000 άτομα. Το μικρό αυτό «θαύμα» κόστισε κάτι παραπάνω από 2,4 εκατ. δολάρια και οργανώθηκε από τέσσερεις νέους, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους, τους: John Roberts, Joel Rosenman, Artie Kornfeld και Michael Lang.

O μεγαλύτερος και χρηματοδότης του φεστιβάλ ήταν ο Roberts, μόλις 26 ετών. Κληρονόμος μιας αυτοκρατορίας φαρμακείων και μιας βιομηχανίας παραγωγής οδοντόπαστας, ο JR είχε στη διάθεσή του ένα καταπίστευμα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, ένα πτυχίο του Πανεπιστημίου της Pennsylvania και τον βαθμό του λοχαγού ε.α. Στη μέχρι τότε ζωή του είχε παρακολουθήσει μία μόνο ροκ συναυλία, των Beach Boys. Ο πιο «χίπστερ» κολλητός του, ο Joel Rosenman ήταν γιος ενός ορθοδοντικού από το Rhode Island και απόφοιτος της Νομικής του Yale, το 1967. Ο «μυστακοφόρος» Rosenman, ετών 24, ήταν κιθαρίστας σε μια μπάντα που έπαιζε σε motels από το Long Island μέχρι το Las Vegas.

Οι Roberts και Rosenman γνωρίστηκαν παίζοντας γκολφ το φθινόπωρο του 1966. Τον χειμώνα του 1967 συγκατοικούσαν, με σκοπό να βρουν τι θα «κάνουν με τη ζωή τους». Είχαν μια ιδέα – να δημιουργήσουν μια τηλεοπτική κωμωδία, κάτι σαν την ανδρική εκδοχή της σειράς «I Love Lucy». Για να πάρουν ιδέες, έβαλαν μια καταχώριση στη Wall Street Journal και στους New York Times τον Μάρτιο του 1968. Η αγγελία έλεγε το εξής: «Δύο σοβαροί νέοι με απεριόριστο κεφάλαιο αναζητούν ενδιαφέρουσες νόμιμες επιχειρηματικές προτάσεις προς εκμετάλλευση». Έλαβαν χιλιάδες προτάσεις, μία εκ των οποίων ήταν βιοδιασπώμενα μπαλάκια του γκολφ. «Ξαφνικά, από εν δυνάμει σεναριογράφοι, γίναμε οι χαρακτήρες της κωμωδίας που θέλαμε να γράψουμε», παραδέχεται ο Rosenman. Κάπου εδώ «μπαίνουν στην εικόνα» οι Artie Kornfield και Michael Lang.

Ο Kornfield, ετών 25, φορούσε κοστούμι, αλλά τα «πέτα» του κοστουμιού του ήταν τεράστια και τα μαλλιά του ήταν πολύ μακριά για «executive». Ο AK ήταν Vice President στην Capital Records. Κάπνιζε μαριχουάνα στα γραφεία της εταιρείας και ήταν ο μεσάζων του γραφείου με τους νεαρούς ρόκερ της εποχής, που άρχισαν να πωλούν εκατομμύρια δίσκους με την «ταμπέλα» της Capital.

Ο Michael Lang δεν φορούσε συχνά παπούτσια, αλλά στα 24 είχε ήδη στο ενεργητικό του την παραγωγή της διήμερης συναυλίας Miami Pop Festival, που πούλησε 40.000 εισιτήρια. Ήταν επίσης μάνατζερ ενός ροκ γκρουπ των Train. Οι Kornfeld και Lang είχαν μια ιδέα – να δημιουργήσουν ένα υπερσύγχρονο στούντιο παραγωγής μακριά από το θόρυβο της πόλης, κάπου στη φύση, σε ένα χωριό που λεγόταν Woodstock. Για να το χρηματοδοτήσουν, πρώτα θα διοργάνωναν ένα φεστιβάλ και με τα κέρδη θα υλοποιούσαν την ιδέα τους. Κανείς από τους δύο δεν είχε δει την αγγελία των Roberts και Rosenman. Την είχε δει όμως ο δικηγόρος τους, ο οποίος κανόνισε και το ραντεβού μεταξύ τους τον Φεβρουάριο του 1969. «Συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά τους, σε έναν ουρανοξύστη στους 83 δρόμους», θυμάται ο Lang. Φορούσαν κοστούμια και ήταν «καθωσπρέπει». Σήμερα θα τους περιέγραφαν ως γιάπις. Οι τέσσερις συζήτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες και συμφώνησαν σε ένα δεύτερο ραντεβού, όπου θα τα έβαζαν όλα «στο χαρτί». Μέχρι σή- μερα κανείς τους δεν μπορεί να πει με σαφήνεια ποιος είχε την ιδέα για το φεστιβάλ του Woodstock. Οι Lang και Kornfeld λένε ότι η ιδέα ήταν δική τους, ενώ οι Roberts και Rosenman επιμένουν ότι εκείνοι ήταν η κινητήρια δύναμη του project και χωρίς αυτούς θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Στο τρίτο ραντεβού των τεσσάρων, η αρχική ιδέα από ένα μικρό πάρτι στην εξοχή μετατράπηκε σε μια «βουκολική συναυλία». Σχημάτισαν εταιρεία με ισόποσα μερίδια 25%. Ονομάστηκε Woodstock Ventures από την πόλη όπου μεγάλωσε και έζησε ο Bob Dylan. Η αρχή είχε γίνει. Τα επόμενα βήματα ήταν να βρουν την τοποθεσία της συναυλίας και να «κλείσουν» τους καλλιτέχνες. Η πρώτη επαφή έγινε με το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Wallkill για την ενοικίαση του Βιομηχανικού Πάρκου της πόλης, μια έκταση 300 εκταρίων.

Ο Rosenman, απευθυνόμενος στο ΔΣ, ζήτησε την παραχώρηση του χώρου για συναυλία τζαζ και κάντρι μουσικής, λέγοντάς τους ότι θα παρευρεθούν 50.000 θεατές, εάν είναι τυχεροί. Ο δημοτικός σύμβουλος Jack Schlosser δεν πείστηκε ποτέ: «Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Αισθάνθηκα αμέσως ότι προσπαθούσαν να μας παραπλανήσουν. Όσο οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, τόσο μεγάλωναν οι αμφιβολίες μου. Κατάλαβα ότι δεν είχαν ιδέα του τι θα γίνει. Προσωπικά με τρόμαξε το νούμερο των θεατών. Δεν με ένοιαζε εάν ήταν χίπηδες – το ίδιο θα ένιωθα εάν ήταν ένα συνέδριο με 50.000 ιερείς». Η συμφωνία τελικά δεν ευοδώθηκε, παρ’ όλα αυτά η πόλη δεν επέστρεψε ποτέ τα 10.000 δολάρια της προκαταβολής. Είχε φτάσει Απρίλιος και, χωρίς να έχουν βρει ακόμη πού θα γίνει η συναυλία, άρχισαν να τη διαφημίζουν σε περιοδικά, όπως το Village Voice και το Rolling Stone. Το σλόγκαν που αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ήταν «Τρεις ημέρες ειρήνης και μουσικής».

Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα και ενώ ακόμη δεν είχε βρεθεί ο χώρος για τη συναυλία, σε ένα απίστευτο «γύρισμα της τύχης», ένα από τα διαφημιστικά φυλλάδια της συναυλίας «έπεσε» στα χέρια του Elliot Tiber, καθώς έπινε τον καφέ του στη μικρή κωμόπολη Bethel. Ο Tiber ήταν ιδιοκτήτης ενός «αραχνιασμένου» πανδοχείου 80 δωματίων. Ήταν επίσης ο μόνος κάτοχος της τελευταίας άδειας μουσικών φεστιβάλ που είχε εγκρίνει το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Bethel. «Την είχα αγοράσει 8 ή 12 δολάρια, δεν είμαι σίγουρος. Η σύνταξη της άδειας ήταν λίγο μπερδεμένη και ασαφής ως προς το μέγεθος της συναυλίας, αλλά ήταν απόλυτα νόμιμη και “μοναδική”». Ο Tiber πήρε τηλέφωνο στα γραφεία της Woodstock Ventures χωρίς καν να ξέρει σε ποιον να απευθυνθεί. Ο Lang, χωρίς να ξέρει ακριβώς περί τίνος πρόκειται, επισκέφτηκε τον Tiber την επόμενη ημέρα. Ήταν 18 Ιουλίου, 27 ημέρες πριν από την ημερομηνία του φεστιβάλ, που είχε ήδη ανακοινωθεί στον Τύπο. Ο Tiber έδειχνε στον Lang την έκτασή του πίσω από το πανδοχείο, αλλά ήταν πολύ μικρή.

«Πριν φύγεις, άσε με να σου δείξω τη φάρμα του φίλου μου Max Yasgur. Είμαι σίγουρος ότι για 50 δολάρια την ημέρα μπορεί να σου τη νοικιάσει», αναφώνησε ο Tiber. Ο Tiber τηλεφώνησε στον Yasgur και το ραντεβού κλείστηκε επιτόπου.

Όταν ο Lang είδε την έκταση του Yasgur, δύο λέξεις βγήκαν από το στόμα του: «Είναι μαγική». Το μέρος είχε βρεθεί.

O Max Yasgur δεν ήταν ένας «τυχαίος» επαρχιώτης γαλακτοκόμος. Ήταν απόφοιτος του New York University, με ειδίκευση στα κτηματομεσιτικά. Όσο μιλούσαν, κρατούσε σημειώσεις με ένα μολύβι, του οποίου τη μύτη συχνά έβρεχε με την άκρη της γλώσσας του. Η 600 εκταρίων έκταση που θα ενοικίαζε στη Woodstock Ventures ήταν ένα μικρό κομμάτι της μεγάλης του περιουσίας. Στις επόμενες δύο ημέρες, όλη η ομάδα της Woodstock είχε μετακομίσει στην Bethel με οκτώ λιμουζίνες. Ο Yasgur, που εν τω μεταξύ είχε κάνει τη δική του έρευνα, είχε ανεβάσει αρκετά την τιμή του ενοικίου.

Όλες οι συναντήσεις τους είχαν γίνει με απόλυτη μυστικότητα για να αποφύγουν το «φιάσκο» του Wallkill. Επίσημα δεν ανακοινώθηκε ποτέ, αλλά το ποσό που διέρρευσε στην «αγορά» λέγεται ότι άγγιξε τις 75.000 δολάρια, ποσό που εκείνη την εποχή ήταν αρκετό για την αγορά ολόκληρης της έκτασης. Στις 20 Ιουλίου 1969, όλος ο κόσμος, και στις ΗΠΑ φυσικά, συζητούσε για τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι, εκτός από τους κατοίκους της Bethel, που τους απασχολούσαν οι χίπηδες που θα έρχονταν στην πόλη τους. Η αντίδραση των κατοίκων ήταν άμεση και ακραία. Γέμισαν την πόλη με αφίσες που έλεγαν: «Μην αγοράζετε γάλα από τον Max για να σταματήσει το φεστιβάλ των χίπηδων».

Αυτή τη φορά, όμως, τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει τη ροή των γεγονό- των. Η τιμή των εισιτηρίων είχε καθοριστεί στα 6 δολάρια την ημέρα ή 8 στην πύλη. Το 3ήμερο εισιτήριο των 18 δολαρίων στην πύλη θα πωλείτο 24. Κανείς όμως δεν περίμενε την τεράστια ανταπόκριση του κόσμου, και έτσι οι μόνοι που πλήρωσαν εισιτήριο ήταν όσοι είχαν αγοράσει στην προπώληση, δηλαδή γύρω στα 180.000 άτομα. Όλοι οι άλλοι μπήκαν «δωρεάν» όταν ένας από τους φράχτες στην είσοδο κατέρρευσε από τον όγκο του πλήθους.

Κανείς δεν προσπάθησε να τους σταματήσει. Το ηχοσύστημα επιμελήθηκε ο ηλεκτρονικός τεχνικός Bill Hanley, ο οποίος «έστησε» 16 σειρές ηχείων πάνω σε 70 πύργους. Τη μελέτη και την κατασκευή των ηχείων εκπόνησε η εταιρεία ALTEC.

Για την ασφάλεια του κόσμου, εκτός από την ιδιωτική εταιρεία που είχαν προσλάβει οι διοργανωτές, κλήθηκαν να βοηθήσουν την κατάσταση 346 εκτός υπηρεσίας αστυνομικοί και 100 σερίφηδες από 12 κομητείες, που πληρώθηκαν 50 δολάρια την ημέρα. Ο μέσος χρόνος αναμονής για να κάνεις κλήση από τα δημόσια τηλέφωνα ήταν δυόμισι ώρες. Παραπάνω από μισό εκατομμύριο κλήσεις πραγματοποιήθηκαν μόνο την πρώτη ημέρα του φεστιβάλ. Για να καλύψουν την απόσταση των 98 μιλίων από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Bethel όσοι πήγαν οδικώς, χρειάστηκαν οκτώ ώρες για να φτάσουν στο σημείο όπου είχαν ακινητοποιηθεί τα αυτοκίνητα στην εθνική οδό. Από εκείνο το σημείο μέχρι την είσοδο, έπρεπε να περπατήσουν άλλα περίπου 30 χλμ. Υπολογίζεται ότι 260.000 θεατές δεν έφτασαν ποτέ στη συναυλία.

Ενάμισης τόνος φαγητού έφτασε στο φεστιβάλ με ελικόπτερα. Πεντεκόσιες χιλιάδες χάμπουργκερ και χοτ ντογκ πωλήθηκαν την πρώτη ημέρα μόνο, στην τιμή του 1 δολαρίου. Επιπροσθέτως, 30.000 σάντουιτς μοιράστηκαν δωρεάν από τις μοναχές του εβραϊκού μοναστηριού του Αγίου Θωμά. Η τιμή μιας φραντζόλας ψωμιού εκείνη την εποχή κόστιζε 20 σεντ. Η τιμή του LSD και της μεσκαλίνης ήταν 4-6 δολάρια. Τριάντα τρία άτομα συνελήφθησαν για πώληση ναρκωτικών. Στους τρεις θανάτους που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, δύο οφείλονται σε υπερβολική χρήση ναρκωτικών, ενώ ο τρίτος σε ένα ασυνήθιστο ατυχές γεγονός. Ο 17χρονος Raymond Mizsak καταπλακώθηκε από ένα τρακτέρ ενώ κοιμόταν ανυποψίαστος στο σλίπινγκ μπαγκ του. Ο οδηγός του τρακτέρ δεν βρέθηκε ποτέ.

Aπό όλους τους καλλιτέχνες που έλαβαν μέρος, μόνο τρεις ήταν γυναίκες: η Janis Joplin, η Joan Baez και η Melanie. Η Joni Mitchell, ενώ αρχικώς είχε συμφωνήσει να συμμετάσχει, πείστηκε από τον μάνατζέρ της, αντί αυτού, να πάει σε ένα τηλεοπτικό talk show. Χαρακτηριστικά, της είπε: «Πού να τρέχεις σε ένα χωράφι με 500 άπλυτους». Αργότερα παραδέχτηκε ότι ήταν το μεγαλύτερο επαγγελματικό λάθος της ζωής της.

Οι Who, Janis Joplin και Grateful Dead αρνήθηκαν να βγουν στη σκηνή αν δεν πληρώνονταν προκαταβολικά σε μετρητά. Η πληρωμή τους έγινε το Σάββατο το βράδυ. Τα χρήματα ήταν σε χαρτοσακούλες. Οι πιο ακριβοπληρωμένοι ήταν ο Jefferson Airplane 12.000 δολάρια, οι Credence Clearwater Revival 11.500, οι The Who 11.200 και οι Grateful Dead 12.500. Ο σταρ της συναυλίας και closing act, Jimi Hendrix, εισέπραξε το ποσό-μαμούθ των 36.000 δολαρίων.

Για να κρατήσουν τις «ισορροπίες» με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες, οι διοργανωτές είπαν ψέματα ότι το ποσό των 36.000 αφορούσε δύο σετ των 18.000, ενώ στην πραγματικότητα ο Hendrix εμφανίστηκε μόνο μία φορά. Δεκαοκτώ ιατροί και 36 νοσοκόμες έδωσαν πρώτες βοήθειες σε 5.162 άτομα. 797 περιπτώσεις αφορούσαν υπερβολική χρήση ναρκωτικών. Πολλά συγκροτήματα δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στη συναυλία λόγω του μποτιλιαρίσματος. Το συγκρότημα Iron Butterfly είχε την απαίτηση να μεταφερθούν στο αεροδρόμιο La Guardia με λιμουζίνα και από εκεί με ελικόπτερο στην Bethel, να παίξουν και να επιστρέψουν πάλι με τα ίδια μέσα. Οι διοργανωτές τούς απάντησαν με το παρακάτω τηλεγράφημα:

 

For reasons I can’t go into

Until you are here

Clarifying your situation

Knowing you are having problems

You will have to find

Other transportation

Unless you plan not to come.

 

Δύο χρόνια μετά το φεστιβάλ, ο Max Yasgur πούλησε τη φάρμα του. Πέθανε το 1973 σε ηλικία 53 ετών και το περιοδικό «Rolling Stone» του αφιέρωσε ολοσέλιδο επικήδειο. Το ντοκιμαντέρ Woodstock του Michael Wadleigh κυκλοφόρησε το 1970 σε μοντάζ της Thelma Schoonmaker και του Martin Scorsese. Κέρδισε βραβείο Oscar στην κατηγορία. Η Βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου το έχει κρίνει πολιτιστικά σημαντικό (Culturally Significant). Ο 27χρονος Wadleigh είχε εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο Columbia όπου σπούδαζε νευρολόγος, για να γίνει κινηματογραφιστής. Στο Woodstock «γύρισε» 100.000 μέτρα φιλμ.

Το 1970, μετά από εισαγγελική παρέμβαση, η Woodstock Ventures αποζημίωσε 18.000 κατόχους εισιτηρίων που δεν έφτασαν ποτέ στη συναυλία λόγω της συμφόρησης. Συνολικά, η Woodstock Ventures δέχτηκε 80 μηνύσεις για διάφορους λόγους. Μία από αυτές ήταν ενός τεχνικού που, ενώ καθάριζε τις βιολογικές τουαλέτες, κάποιος προσπαθούσε να του πάρει συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ. Στη μήνυσή του ανέφερε ότι αισθάνθηκε ότι παραβιάστηκε η ιδιωτικότητά του. Την κέρδισε.

Το 1996, ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος Alan Gerry αγόρασε μέρος της σκαλωσιάς από την αμφιθεατρική κατασκευή για 1 εκατομμύριο δολάρια. Μέχρι τη στιγμή που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές, η τύχη του Woodstock 50, που είναι προγραμματισμένο για τον Αύγουστο, είναι αβέβαιη.

Ίσως καλύτερα είναι να θυμόμαστε το Woodstock με closing act τον Jimi Hendrix παρά το Woodstock 50 με opening act τον Jay-Z.

[ssba]
Popular
Recent
About Men