του Γιώργου Αρχιμανδρίτη
Από τους πιο μεγάλους κομίστες, σκηνοθέτης και ζωγράφος, ο Enki Bilal είναι ένας καλλιτέχνης που κατήργησε τα όρια ανάμεσα στο κόμικ και την σύγχρονη τέχνη. Εκθέτει τα έργα του στο Παρίσι, το Τόκυο, το Πεκίνο ή το Σεράγεβο, ενώ ταυτόχρονα το Μουσείο του Λούβρου του δίνει εν λευκώ την άδεια να δημιουργήσει στους χώρους του. Ο γιουγκοσλαβικής καταγωγής διεθνής καλλιτέχνης που τα φουτουριστικά του άλμπουμ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για την ταινία Blade Runner, μας υποδέχεται στο ατελιέ του, στο κέντρο του Παρισιού, και μας μιλά για την τέχνη και τη μνήμη, για την Ευρώπη και για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Enki Bilal, πώς βλέπετε την σημερινή καλλιτεχνική δημιουργία;
Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Η τέχνη αλλάζει, αλλά όχι ακόμα με τρόπο εμφανή. Η καινούργια κουλτούρα που θα αναδυθεί θα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που ξέρουμε, θα υπάρξει δηλαδή πραγματικός διαχωρισμός ανάμεσα στον κόσμο που έρχεται και στον κόσμο που εμείς έχουμε γνωρίσει. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα καινούργια ψηφιακά εργαλεία που έχουν αλλάξει τη σχέση μας με την εικόνα και με τον κόσμο. Το βιβλίο και η ανάγνωση χάνουν ταχύτητα. Ο κόσμος δεν διαβάζει πια ούτε τόσα βιβλία, ούτε εφημερίδες. Ο τομέας των κόμικ βέβαια πάει καλύτερα από τους άλλους, αλλά γενικά παρατηρείται μια καθίζηση σε όλα τα είδη λογοτεχνίας, τα οποία έχουν αντικατασταθεί από άλλους τρόπους έκφρασης. Συντελούνται συνεχώς αλλαγές στις οποίες καλούμαστε να προσαρμοστούμε. Βρισκόμαστε όμως ακόμα σε μια ενδιάμεση κατάσταση, σε μία άγνωστη ζώνη.
Το κόμικ ίσως δεν επηρεάστηκε τόσο διότι η εικόνα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του…
Αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημά του σε σχέση με τη λογοτεχνία. Η πρόσβαση στο κόμικ είναι πιο εύκολη. Αλλά κι εκεί τα πράγματα δεν είναι προφανή. Εκδίδονται μεν πολλά άλμπουμ, αλλά λίγοι είναι οι δημιουργοί που ζουν από τη δουλειά τους. Κι αυτό είναι μεγάλη αδικία, διότι ο συγκεκριμένος τομέας δεν εξελίχθηκε καθόλου σε οικονομικό επίπεδο. Οι γνωστοί συγγραφείς-δημιουργοί όπως εγώ δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα δεν υπάρχει ανανέωση. Υπάρχουν πολλοί νέοι γραφίστες με τεράστιο ταλέντο, οι οποίοι όμως δεν πάνε προς το κόμικ, όπως πριν από 10-15 χρόνια. Πηγαίνουν προς τα παιχνίδια βίντεο και την κινηματογραφική post-production και υπογράφουν συμβόλαια με διεθνείς ομίλους που τους εξασφαλίζουν μια θέση εργασίας με σχετικά καλούς οικονομικούς όρους, χάνοντας όμως έτσι την ευκαιρία να γίνουν καλλιτέχνες 100 τοις 100. Το τοπίο που περιγράφω είναι λίγο σκοτεινό, αλλά αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα.
Και η δική σας εξέλιξη;
Εγώ προχωράω με την εποχή μου. Τα βιβλία μου έχουν τις ρίζες τους στο παρόν, αλλά ταυτόχρονα φέρουν ένα τεράστιο ιστορικό φορτίο καθώς και προβλέψεις για το μέλλον. Όλες οι σειρές μου λειτουργούν με τον τρόπο αυτό. Για παράδειγμα, στην τριλογία του Τέρατος, διηγούμουν τη διάλυση της χώρας μου, της Γιουγκοσλαβίας, με όρους μελλοντικούς. Δεν επρόκειτο όμως για επιστημονική φαντασία, αλλά για την προβληματική της διάλυσης που οφειλόταν όχι μόνο σε εθνικιστικούς, αλλά και σε θρησκευτικούς λόγους – οι οποίοι ήταν ίσως πιο σημαντικοί από τους εθνικιστικούς. Στη συνέχεια, επειδή η ιστορία του σκοταδισμού με είχε κουράσει, στην τριλογία «Coup de sang », έθεσα το ζήτημα του πλανήτη και της ευθραυστότητάς του, την οποία σήμερα επιτέλους συνειδητοποιούμε. Έτσι επινόησα τον μύθο του πλανήτη που επαναστατεί και βάζει σε δοκιμασία τους ανθρώπους. Και τώρα έφτασε η ώρα του «Bug» που θέτει ερωτήματα πάνω στο ψηφιακό μέλλον του ανθρώπου. Κι αυτό επίσης δεν είναι πια επιστημονική φαντασία. Το βλέπουμε σήμερα με τον τρανσουμανισμό, την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική. Αν λοιπόν, κάποια στιγμή, εξαφανιστούν όλα τα δεδομένα της ανθρωπότητας, τι θα κάνουμε; Τι θα συμβεί στη συλλογική μας μνήμη;
Στην ουσία όλα τα έργα σας είναι αλληγορίες με επίκεντρο τη μνήμη…
Η μνήμη είναι για μένα μια εμμονή. Από τη μια πιστεύω ότι είναι απολύτως απαραίτητη, από την άλλη όμως, ίσως πάρα πολλή μνήμη να σκοτώνει τη μνήμη. Γι’ αυτό ίσως ο ανθρώπινος εγκέφαλος φιλτράρει τις αναμνήσεις. Αν αποθηκεύαμε και διατηρούσαμε τα πάντα, όπως ένας σκληρός δίσκος, ίσως να επικρατούσε τεράστια σύγχυση. Ο καθένας μας έχει την ικανότητα να ξεχνά, να παραμερίζει ό,τι δεν του φαίνεται χρήσιμο. Διότι πάντα πρέπει να υπάρχει κάποιος χώρος μνήμης διαθέσιμος ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί κάτι άλλο στο μέλλον. Είναι ένα είδος οικονομίας. Το ίδιο συμβαίνει και σε συλλογικό επίπεδο. Εκεί όμως τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, καθώς μπορεί να υπάρχει κοινωνική πίεση ή χειραγώγηση. Σήμερα, για παράδειγμα, ζούμε στιγμές έντασης και αστάθειας στην Ευρώπη με το ζήτημα των μεταναστών, οι οποίοι αυξάνονται όλο και περισσότερο για λόγους απολύτως κατανοητούς, όπως είναι η οικονομία, οι πόλεμοι και, σύντομα, οι κλιματολογικές αλλαγές. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με το πρόβλημα, η Ιταλία επίσης, όλη η Ευρώπη. Κι αυτό επίσης είναι θέμα μνήμης. Πώς θα πρέπει να διαχειριστούμε τη μνήμη για να αποφύγουμε τον μεγάλο κίνδυνο του κοινοτικού διχασμού; Αυτό είναι πολύ σοβαρό. Και είναι διαχείρισης, διαλόγου, αλλά και επιθυμίας. Ζούμε κομβικές στιγμές, πολύ σημαντικές για την Ευρώπη.
Ποια είναι η ευθύνη της Ευρώπης όσον αφορά την διατήρηση της συλλογικής μνήμης;
Η Ευρώπη είναι μια από τις πιο πλούσιες σε μνήμη ηπείρους. Η ιστορία της είναι βαθιά κι έρχεται από πολύ μακριά. Το πιο σημαντικό τραύμα της συλλογικής ευρωπαϊκής μνήμης ήταν ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η διαχείριση του τραύματος αυτού από τους Ευρωπαίους ήταν μάλλον καλή. Αυτό όμως που διαχειρίστηκαν πολύ άσχημα ήταν η γέννηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έγινε σε οικονομικό πλαίσιο, ενώ θα έπρεπε αρχικά να κτιστεί μια Ευρώπη του πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι το στοιχείο που θα μας ένωνε, το πιο ισχυρό και το πιο ευγενές. Το λάθος όμως ήταν ότι οι τεχνοκράτες πήραν την εξουσία και αρνούνται να την αφήσουν από τα χέρια τους. Αυτό είναι το δράμα της Ευρώπης. Και με την κατάρρευση των ιδεολογιών, την ολοένα και πιο συστηματική κούρσα προς το χρήμα και το κέρδος και όλες τις γεωπολιτικές εντάσεις στις γύρω περιοχές, η Ευρώπη έχει χάσει την προσωπικότητά της και κλίνει συχνά προς τον λαϊκισμό. Η κάθε χώρα νοιάζεται μόνο για τα συμφέροντά της. Δεν υπάρχει ένα συνολικό όραμα. Και κανένας δεν τολμά να θέσει το ερώτημα της κοινής ευρωπαϊκής μνήμης και να αναρωτηθεί μήπως αποτύχαμε σε κάτι, διότι όλοι ξέρουν καλά ότι αποτύχαμε και ότι είναι αρκετά αργά για να ενωθούμε γύρω από μια κοινή ιδέα. H Ευρώπη που είχε την πιο μεγάλη δεξαμενή μνήμης φτωχαίνει διότι δεν μπόρεσε να τη χρησιμοποιήσει, δεν μπόρεσε να απευθυνθεί σ’ αυτή. Κι αυτό είναι λυπηρό.
Πώς βλέπετε το μέλλον;
Η αισιόδοξη εκδοχή είναι ότι η νέα γενιά έχει καταλάβει ότι η παλιά γενιά, η δική μου, η γενιά των πολιτικών, ακόμα και η γενιά του Μακρόν που είναι νέος Πρόεδρος, πάει κατ’ ευθείαν στον τοίχο. Οι νέοι κτίζουν ήδη κάτι άλλο, έχουν άλλες προτεραιότητες, όπως ο πλανήτης. Και η Γκρέτα Τούνμπεργκ είναι ένα τέλειο παράδειγμα αυτών των διεργασιών. Τα περισσότερα επίσημα ΜΜΕ, οι περισσότεροι ενήλικες και πολιτικοί την απορρίπτουν, διότι ίσως η συνείδησή τους δεν είναι καθαρή. Ακούω συχνά κάποιους πολιτικούς να λένε με σαρκαστικό χαμόγελο «Και τι προτείνει; Τίποτα!». Μα δεν είναι δουλειά της να προτείνει οτιδήποτε. Εκείνοι πρέπει να προτείνουν και να πράξουν. Η δύναμη της Τούνμπεργκ είναι ότι εισακούγεται από μια ολόκληρη γενιά νέων και λιγότερο νέων. Αυτό είναι ένα από τα σημάδια αυτής της αλλαγής, η οποία θα περάσει από την οικολογία, καθώς και από μια άλλη σχέση του ανθρώπου με την τροφή, τους πιο ουσιαστικούς δηλαδή τομείς της ζωής του ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτούς θα χτιστεί η νέα πραγματικότητα. Και πιστεύω ότι αυτή τη γενιά, τα επόμενα 30 χρόνια, θα προτείνει ιδέες και σχέδια που θα εκπλήξουν ακόμα και ανθρώπους σαν κι εμένα που ασχολούμαστε με τον τομέα της επιστημονικής φαντασίας και οραματιζόμαστε τις δυνατότητες του μέλλοντος. Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά όσον αφορά τις κλιματολογικές αλλαγές. Η ζοφερή εκδοχή είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να ελέγξουμε το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ότι θα συμβούν δραματικές αλλαγές στον πλανήτη, θα έχουμε άτακτες μετακινήσεις πληθυσμών και θα χάσουμε εντελώς τον έλεγχο. Είναι κι αυτό ένα ενδεχόμενο. Εγώ όμως θα προτιμήσω να μείνω στην πρώτη εκδοχή, την αισιόδοξη. Δεν είναι καλύτερα έτσι;