«Όταν έφτασα στη Ρώμη στην ηλικία των 26, ένιωσα τη δύναμή της να με σηκώνει ψηλά. Όμως δεν ήθελα απλώς να πηγαίνω στα μεγάλα πάρτι. Ήθελα να έχω τη δύναμη να τα μετατρέψω σε αποτυχίες». Γυρισμένη στην Ρώμη του σήμερα, η Οσκαρική ταινία του Paolo Sorrentino, La grande bellezza, αποτελεί μία ταινία υπαρξιακής αναζήτησης αλλά και μία ωδή στην «τέλεια ομορφιά» της ιταλικής πρωτεύουσας.
Κεντρικός της ήρωας ο Jep Gamberdella (Toni Servillo), ένας δημοσιογράφος, κριτικός θεάτρου και θαμώνας νυχτερινών κέντρων που συγκεντρώνουν την ελίτ της ρωμαϊκής κοινωνίας, ο οποίος βρίσκεται πλέον κοντά στην ηλικία των 70 ετών. Καθώς οδεύει προς τα γηρατειά, ο πάλαι ποτέ ηδονιστής, προσπαθεί να απομακρυνθεί από την ελαφρότητα των εκδηλώσεων της Ρώμης, που πλέον μοιάζει με μια ξεπεσμένη εκδοχή του μεγαλείου που ήταν κάποτε. Στοιχειωμένος από τις αναμνήσεις του, περιδιαβαίνει ανάμεσα στα μνημεία της πόλης. Κάθε άνθρωπος που συναντά, και μια ξεχωριστή ιστορία. Κάθε ιστορία και μια ρωγμή. Και εκεί μέσα, κάτω από την επιφάνεια, μέσα στην ευθραυστότητα των ανθρώπων, στο φόβο, στον ψίθυρο και στο συναίσθημα, ο Gamberdella αναζητά την τέλεια ομορφιά.
Οι αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης αποδίδονται με σχεδόν Φελινική μαεστρία από τον Sorrentino. Ένας ήρωας με βαθιά συναισθήματα, που ενώ ο εσωτερικός του κόσμος είναι πλούσιος μα και πεινασμένος, εκείνος χορεύει μέσα σε ρηχά πάρτι. Η τέλεια ομορφιά» ενέχει αναπόφευκτα μια μεγάλη σύγκρουση, η οποία γκρεμίζει με θόρυβο τα περιττά για να κοιτάξει την ουσία.
Όμως εκτός από τις εσωτερικές αντιφάσεις του ανθρώπου, η ταινία τοποθετεί και τις ομορφιές της Ρώμης στο σωστό τους πλαίσιο, αφού ναι μεν το Κολοσσαίο είναι ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα του κόσμου, αλλά είναι επίσης και ο τόπος όπου κάποιοι διασκέδαζαν την ώρα που μερικοί άλλοι πέθαιναν στην αρένα του.
της Μαριανίνας Πάτσα