«Η ταινία μου δεν έχει να κάνει με το Βιετνάμ. Είναι το Βιετνάμ». Αυτή την ατάκα επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο Francis Ford Coppola για να περιγράψει το αριστούργημα «Apocalypse Now», κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου του Φεστιβάλ των Καννών του 1979, όπου και έκανε πρεμιέρα. Μπορεί να θεωρηθεί από πολλούς ως μια βαρύγδουπη δήλωση αλλά ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν μια σύγκρουση που κράτησε περισσότερο απ’ ότι ο καθένας περίμενε (1955-1975), ήταν γεμάτος με βαρβαρότητα και τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση των εμπλεκόμενων τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το τέλος του. Τις ίδιες γραμμές θα μπορούσαμε να γράψουμε και για την ταινία του Coppola.
Γι’ αυτό λοιπόν, στο παρόν κείμενο θα αναλάβουμε να φέρουμε στο φως μερικές από τις λιγότερο γνωστές λεπτομέρειες μιας από τις σπουδαιότερες πολεμικές ταινίες όλων των εποχών, αυτής που σχεδόν κατέστρεψε την καριέρα και τη ζωή του σκηνοθέτη και όλων όσων βρέθηκαν γύρω του.
Η ταινία είχε ανατεθεί αρχικά στον George Lucas
Το 1969 ο Coppola μαζί με τον George Lucas ίδρυσαν το studio American Zoetrope. Το πλάνο τους ήταν να χρησιμοποιήσουν το studio για να λάβουν χρηματοδότηση εκτός Hollywood, με σκοπό να γυρίσουν ταινίες που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν. Το «Apocalypse Now» ήταν το σημείο εκκίνησης.
Το σενάριο είχε επιμεληθεί ο έμπειρος John Milius και βασιζόταν στο βιβλίο «Η καρδιά του σκότους» του Joseph Conrad, με τη μόνη διαφορά ότι κεντρικό θέμα θα ήταν το Βιετνάμ, όπου εκείνη την περίοδο μαίνονταν ο πόλεμος. Σκέψη του Coppola ήταν να τη σκηνοθετήσει ο Lucas, αλλά εξαιτίας του ότι ο πόλεμος είχε αποκτήσει μια αμφιλεγόμενη διάσταση μεταξύ του κοινού, η εύρεση χρηματοδότησης ήταν πιο δύσκολη απ’ ότι περίμεναν. Η ταινία μπήκε στην αναμονή και ο Coppola δέχτηκε μια δουλειά από την Paramount Pictures, σκηνοθετώντας το εμβληματικό «The Godfather» (1972) και σώζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το studio του από τη χρεοκοπία. Η εμπορική και οσκαρική επιτυχία του «Νονού» έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το 1976 την ταινία, από την οποία ο George Lucas τελικά θα έλειπε επειδή είχε αναλάβει ένα νέο project με τίτλο «Star Wars».
O Harvey Keitel είχε επιλεχθεί για τον ρόλο του Συνταγματάρχη Willard
Ο πόλεμος είχε τελειώσει και η ιστορία της ταινίας τροποποιήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να φύγει από την οπτική του ντοκιμαντέρ και να αποτελέσει μια ανοιχτή και σκληρή συζήτηση με τους θεατές όσον αφορά τη βαρβαρότητα και την ανοησία του πολέμου. Ως τοποθεσία των γυρισμάτων ορίστηκαν οι Φιλιππίνες και το budget θα ανερχόταν στα 12 εκατομμύρια δολάρια. Συνοπτικά, η ιστορία ακολουθεί τον Συνταγματάρχη Benjamin Willard, που έχει ως διαταγή να βρει και να δολοφονήσει τον παράφρονα πρώην Συνταγματάρχη Walter E. Kurtz, που διενεργεί παράνομες επιχειρήσεις και έχει ορίσει τον εαυτό του Θεό-Ηγεμόνα στην ουδέτερη Καμπότζη. Η πρώτη επιλογή του Coppola για τον Kurtz ήταν ο Orson Welles, που τελικά απέρριψε τον ρόλο και δεύτερη ο Marlon Brando που δεν μπορούσε να αποφασίσει.
Ομοίως, ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Willard απορρίφθηκε από τους Pacino και Steve McQueen, προτού τελικά επιλεχθεί ο Harvey Keitel. Αλλά αυτό αποδείχθηκε προσωρινό, καθώς δύο εβδομάδες μετά τα γυρίσματα, η ερμηνεία του Keitel κρίθηκε πολύ έντονη για τον χαρακτήρα που υποδυόταν και αντικαταστάθηκε από τον Martin Sheen. Δυστυχώς, αυτή ήταν και η χειρότερη χρονική περίοδος για τον Sheen.
Τα ναρκωτικά ήταν άφθονα
Ο Sheen έφτασε στα γυρίσματα με προβλήματα αλκοολισμού και σε μια εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση, την οποία ο Coppola ήταν διατεθειμένος να εκμεταλλευτεί. Για το γύρισμα μιας σκηνής μάλιστα, ο Sheen έμεινε μεθυσμένος ακόμη και για δύο ημέρες.
Ο πρωταγωνιστής του μπορεί να βρισκόταν σχεδόν πάντα σε μια αλκοολική ζάλη, αλλά σίγουρα δεν ήταν ο μόνος. Ο Coppola και πολλά μέλη του καστ και του συνεργείου είτε ήταν μεθυσμένοι είτε έπαιρναν ναρκωτικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο ηθοποιός Sam Bottoms έπαιρνε τεράστιες ποσότητες LSD και μαριχουάνας και ο θρυλικός Dennis Hopper λάμβανε καθημερινά μια «αγωγή» ναρκωτικών και αλκοόλ που θα μπορούσε να τον σκοτώσει ανά πάσα στιγμή: μισό γαλόνι ποτό και πολλά γραμμάρια κοκαΐνη. Τα πάρτι μαίνονταν μέχρι αργά τη νύχτα και άρχισε να γίνεται φανερό ότι η ολοκλήρωση της ταινίας θα διαρκούσε λίγο περισσότερο από το αναμενόμενο. Τότε ήταν που άρχισαν τα πραγματικά προβλήματα.
H παραγωγή αντιμετώπισε πολλά -μα πάρα πολλά- προβλήματα
Καθώς ο Sheen άρχιζε να καταρρέει ψυχολογικά, ήρθε ένα αναγκαστικό διάλειμμα στα γυρίσματα. Ένας τυφώνας έπληξε την περιοχή όπου γίνονταν τα γυρίσματα, καταστρέφοντας πολλά ακριβά σκηνικά και αναγκάζοντας το καστ και το συνεργείο να επιστρέψουν πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Sheen, από την πλευρά του, ήταν πολύ απρόθυμος να το κάνει. Τελικά πείστηκε να επιστρέψει και μόλις το έκανε έπαθε καρδιακή προσβολή και νευρικό κλονισμό.
Οι δυσκολίες όμως δεν είχαν τελειωμό. Αδυνατώντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Πενταγώνου, ο Coppola είχε στραφεί στον Πρόεδρο των Φιλιππίνων Ferdinand Marcos για την προμήθεια ελικοπτέρων και στρατιωτικού εξοπλισμού, τον οποίο τελικά ο Marcos τον πήρε πίσω όταν τον χρειάστηκε για πραγματικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι τροπικές ασθένειες δεν έλειψαν, και τα χρήματα έκαναν φτερά απειλώντας να χρεοκοπήσουν το studio American Zoetrope και τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Ο Coppola απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει τρεις φορές
Όταν η παραγωγή άρχισε να βγαίνει εκτός ελέγχου, ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να λάβει δραστικά μέτρα για να κρατήσει τις κάμερες ανοιχτές. Το αρχικό budget εξανεμίστηκε σε λιγότερο από 3 μήνες απ’ όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Ο Coppola αναγκάστηκε να υποθηκεύσει το σπίτι και το οινοποιείο του στην τράπεζα για να αντλήσει 30 εκατομμύρια δολάρια -120 εκατομμύρια σε σημερινά λεφτά- ώστε να τα ρίξει στην ταινία.
Για την καρδιακή προσβολή του Sheen, ο Coppola κατηγόρησε τον εαυτό του, κάτι που του προκάλεσε μια νευρική κρίση και μια κρίση επιληψίας. Τόσο πολύ επιβάρυνε ψυχικά η παραγωγή τον σκηνοθέτη που σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Αργότερα θα δήλωνε: «Ήμασταν στη ζούγκλα, ήμασταν πάρα πολλοί, είχαμε πρόσβαση σε πολλά χρήματα και πολύ εξοπλισμό και σιγά-σιγά τρελαθήκαμε». Ο Hopper συμφώνησε, λέγοντας στον τύπο: «Ρωτήστε οποιονδήποτε βρέθηκε εκεί, όλοι μας αισθανθήκαμε σαν να συμμετείχαμε στον πόλεμο».
Ο Marlon Brando δεν αντεχόταν
Ο συνταγματάρχης Kurtz κάνει την εμφάνισή του προς το τέλος της ταινίας, αλλά όταν ο Brando έφτασε στο σετ για να γυρίσει τις σκηνές, όλοι κατάλαβαν ότι θα υπάρχει πρόβλημα. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι ήταν καραφλός, υπέρβαρος και δεν είχε διαβάσει το σενάριο ή το μυθιστόρημα. Δεν έκανε μπάνιο, ήταν πάντα μεθυσμένος και υπό την επήρεια κοκαΐνης, και αρνιόταν να βρίσκεται στο σετ μαζί με τον Hopper, τον οποίο δεν μπορούσε.
Η απρόσμενη εξωτερική εμφάνιση του Brando άλλαξε τα σχέδια του σκηνοθέτη. Αποφάσισε να τον παρουσιάσει ως μια μυστηριώδη ογκώδη παρουσία που θα εμφανιζόταν πάντα στο σκοτάδι. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι ο ηθοποιός δεν μπορούσε να θυμηθεί τα λόγια του σεναρίου, με αποτέλεσμα ο Coppola να αναγκαστεί να ηχογραφήσει αυτοσχεδιασμούς του και μετά να τους προσθέσει στο κείμενο. Έπειτα, μέσω ενός ακουστικού, του διάβαζαν τα λόγια του κειμένου και ο Brando τα απέδιδε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Τα νεκρά σώματα που εμφανίζονται στην ταινία είναι αληθινά
Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη πολεμική ταινία, το «Apocalypse Now» απεικονίζει με ακρίβεια τη φρίκη του πολέμου και την παραισθησιολογική αίσθησή του. Όταν ο Willard και το πλήρωμά του φτάνουν στην κρυψώνα του Κurtz, έρχονται αντιμέτωποι με ένα τρομακτικό σκηνικό που περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- νεκρά σώματα να κρέμονται από τα δέντρα. Σύμφωνα με τον συμπαραγωγό, ο σχεδιαστής της παραγωγής Dean Tavoularis προκειμένου να δώσει μια πιο ρεαλιστική πινελιά, αποφάσισε κρυφά να βάλει αληθινά πτώματα και όχι ανδρείκελα. Τα είχε προμηθευτεί από έναν ντόπιο που ασχολούνταν με την προμήθεια πτωμάτων σε ιατρικές σχολές και ο οποίος, όπως τελικά αποδείχθηκε, ήταν ληστής ταφών.
Η παραγωγή της ταινίας διήρκησε 10 ολόκληρα χρόνια
Από τη στιγμή που ο Lucas και ο Coppola κοίταξαν για πρώτη φορά το σενάριο του Milius το 1969 μέχρι την τελική κυκλοφορία της ταινίας πέρασαν 10 ολόκληρα χρόνια. Η προγραμματισμένη κινηματογράφηση 12 εβδομάδων διήρκησε τελικά 68 και το budget των 12 εκατομμυρίων σχεδόν τριπλασιάστηκε. Μάλιστα, μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων χρειάστηκαν και επιπλέον 2 χρόνια μοντάζ. Όλες αυτές οι αναποδιές ωστόσο οδήγησαν στο να καλλιεργηθεί ένας μύθος γύρω από την ταινία, προτού καν κυκλοφορήσει.
Η ταινία μπορεί να κυκλοφόρησε τον δεκαπενταύγουστο του 1979, αλλά μετά από τέσσερις δεκαετίας παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο πόλεμος για όλους τους εμπλεκόμενους απ΄όλες τις πλευρές, στρατιώτες και αμάχους, νικητές και ηττημένους, αφήνει την ίδια πικρή αίσθηση. Μια αίσθηση στην οποία κυριαρχούν ο διαρκής φόβος, ο τρόμος αλλά και η βαρβαρότητα που ξυπνά το ένστικτο επιβίωσης.