του Χρήστου Ζαμπούνη
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πηγαινοερχόμουν τακτικότατα από το Παρίσι, όπου ζούσα, στο Λονδίνο, όπου σπούδαζε η αρραβωνιαστικιά μου. Τότε απέκτησα την συνήθεια να διαβάζω τακτικά τον βρεταννικό Τύπο, ιδίως τον σοβαρό, όπως η «Telegraph» και οι «Times». Στην κυριακάτικη έκδοση της τελευταίας, της προσοχής μου δεν διέλαθε μία ολοσέλιδη συνέντευξις του Taki, κατά κόσμον Τάκη Θεοδωρακόπουλου. Ο τίτλος της ήταν προκλητικός. «I was always the black sheep of the family». Το τι εννοούσε λέγοντας πως «πάντα ήμουν το μαύρο πρόβατο της οικογενείας», ο «δικός μας» Sir Taki, δεν ήταν δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς, διαβάζοντας το άρθρο. Γόνος μίας κραταιάς βιομηχανικής («Πεταλούδα»), εφοπλιστικής και ξενοδοχειακής («Caravel») οικογενείας, ο Παναγιώτης, όπως είναι το βαπτιστικό του, έδειξε από τα μικράτα του φυγόκεντρες τάσεις. Τι εννοώ; Αντί να προετοιμασθεί για να διαδεχθεί τον πανίσχυρο πατέρα του Ιωάννη (σ.σ.: διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Α.Ε.Κ.), απεφάσισε εν μία νυκτί να πάει στο Βιετνάμ, για να καλύψει τον εκεί πόλεμο, απεσταλμένος της εφημερίδος «Ακρόπολις», την οποία διηύθυνε ο φίλος του πατέρα του Νάσος Μπότσης. Εάν νομίζετε πως επρόκειτο για μία νεανική τρέλλα, κάνετε λάθος.
Ο Sir Taki συνέχισε και με άλλους πολέμους, όπως ο Αραβοϊσραηλινός, και συνεχίζει επί περίπου μισόν αιώνα να δημοσιογραφεί στο αρχαιότερο περιοδικό του πλανήτη, το «Spectator», καθώς και τα τελευταία χρόνια εις το ημέτερον «Mancode», το έντυπον, και το «mancode.style», το ηλεκτρονικόν. Εκεί διάβασα, προχθές, το τελευταίο του πόνημα, υπό τον τίτλο «Ο Νιάρχος και ο Bismarck». Πρόκειται για τους γόνους των δύο ομώνυμων ευρωπαϊκών δυναστειών, που ταξίδεψαν έως την Ουκρανία για να καλύψουν τον πόλεμο, ο πρώτος ως δημοσιογράφος και ο δεύτερος ως φωτογράφος. Τα δύο νεαρά «μαύρα πρόβατα» προτίμησαν να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο, πόρρω απέχοντα από την Ναυτιλία και την Πολιτική (σ.σ.: ο προπάππους του Μπίσμαρκ, ως πρωθυπουργός της Πρωσίας ενοποίησε την Γερμανία το 1870). Ο εστί μεθερμηνευόμενον, δεν τήρησαν τα καθιερωμένα «πρέπει» και επέλεξαν τον δικό τους δρόμο, μακριά από την πεπατημένη οδό. Την εύκολη και την στρωμένη.