του Γιάννη Βαλαβάνη
Αρώματα από τα διασημότερα κουβανέζικα πούρα «δένουν» με αποστάγματα από τα υψίπεδα της Σκωτίας.
Αυτές οι βόλτες στις κάβες και τα καπνοπωλεία έχουν γίνει αγαπημένη συνήθεια πλέον. Έχω βρει τις κατάλληλες και πιο ενημερωμένες και η βόλτα προς αναζήτηση νέων ετικετών και αποσταγμάτων αποκτά το δικό της ενδιαφέρον. Μήπως έχει μείνει κάτι «ξεχασμένο» σε κάποια γωνιά ή ράφι, οπότε έχει επέλθει και η περιζήτητη παλαίωση και σπανιότητα.
Έτσι έπεσα και εγώ πάνω στο Glen Moray, όχι πως είναι κάποια καινούρια ετικέτα απλά καθότι νησιώτης, όπως έχω δηλωθεί επανειλημμένως, τη λέξη Highlands την προσπερνάω στο ράφι. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν οι λέξεις Fired Oak στη μία φιάλη και Peated στην άλλη, όπου καπνός και φωτιά μέσα εγώ. Να σας πω την αλήθεια μου τράβηξαν το βλέμμα και ορισμένες άλλες φιάλες με τελειώματα σε βαρέλια διαφόρων ποικιλιών κρασιών όπως Cardonnay, Cabernet, Port και Sherry αλλά αποφάσισα να μείνω σταθερός στις απόψεις μου. Μετά τις αγορές, όταν επέστρεψα σπίτι, διάβασα στις βίβλους μου ό,τι το εν λόγω αποστακτήριο εξειδικεύεται και είναι μάλιστα πρωτοπόρο στα τελειώματα σε βαρέλια από κρασιά από το 1897 μαζί με το γειτονικό Glenmorangie. Θα μου πείτε από τόσες φιάλες Glen Moray στο ράφι πήρες δύο παρόμοιες. Εκεί λοιπόν φάνηκε η διαφορά γιατί μπορεί και τα δύο να είναι από το ίδιο αποστακτήριο οπότε οι βασικές γεύσεις που επικρατούσαν ήταν παρεμφερείς, βανίλια, δρυς, κανέλα και κάτι σα φρυγανισμένο ψωμί να ξύνει τον ουρανίσκο, αλλά ο καπνός που υπερισχύει και στα δύο δεν καταφέρνει στο τέλος να δώσει την μακρά επίγευση που δίνουν στο Fired Oak τα δρύινα βαρέλια απανθράκωσης όπου γίνεται το τελείωμά του. Καθότι και φανατικός στο ρούμι είδα στη σελίδα της εταιρίας κάποια αποστάγματα τελειωμένα σε βαρέλια από Rhum Agricole και St. James de Martinique αλλά δεν τα βρήκα κάπου στην Ελλάδα, οπότε θα πάρω πάλι τους δρόμους μήπως και ανακαλύψω κάτι, καλό το internet αλλά σαν την προσωπική επαφή δεν υπάρχει.
Στο άναμμα τα πράγματα ήταν πιο απλά, όχι στο προϊόν, αλλά στην απόφαση μιας και ήταν ειλημμένη. Μου είχαν φέρει από το άλλο νησί της Καραϊβικής, μια ξεχασμένη κούτα Cohiba Supremos Edicion Limitada 2014. Που τη βρήκε ο φίλος τι να σας πω, αλλά ας είναι καλά που με σκέφτηκε. Καθότι Cohiba και μάλιστα Limitada, η τιμή όπως θα καταλάβατε είναι λίγο εξωφρενική, γύρω στα 50 με 60 ευρώ, ανάλογα αν θα το βρεις πλέον κάπου, αλλά ευτυχώς το κουτί είναι των 10 τεμαχίων οπότε πληρώνεις λιγότερα στην κούτα αλλά παίρνεις και λιγότερα και απλώς το ξεχνάς. Αν και μη φανατικός των Cohiba έπρεπε να το δοκιμάσω μόνο και μόνο για το 58αρι δαχτυλίδι του, οι Κουβανοί δεν φημίζονται για τα μεγάλα διαμετρήματα αλλά σιγά σιγά βγάζουν κάποια νούμερα. Το μέγεθος μικρό βέβαια, στα 13 εκατοστά περίπου, Robusto Gordo, σε ανάλογη περίπτωση με 60 ευρώ θα έπαιρνα δύο Lusitanias, αλλά είπαμε πρέπει να δοκιμάζουμε και να εξελισσόμαστε. Κλασικό Cohiba με πολύ καλό τράβηγμα, και λόγω ποιότητας στριψίματος αλλά και λόγω πάχους, με αρώματα γήινα και κέδρου και με έντονα αρώματα κακάο, σοκολάτας και φρούτων να εναλλάσσονται καθ’ όλη τη διάρκεια του καπνίσματος που κυμαίνεται από δύο ώρες για τους κανονικούς καπνιστές και κάπου στη μία ώρα για τους νευρικούς σαν και μένα. Το πιο όμορφο όμως ήταν το χρώμα του, κατά πολύ σκουρότερο έναντι των άλλων Cohiba, όχι maduro βέβαια αλλά η διαφορά ήταν αισθητή τόσο στη γεύση όσο και στην εμφάνιση. Όλα τέλεια λοιπόν για σήμερα, εξερεύνησα νέες γεύσεις και αρώματα και μ’ αυτά ανανεώνουμε το ραντεβού μας.