του Χρήστου Ζαμπούνη
Ο διάλογος είναι μνημειώδης:
-Πώς εμφορούμενος από τόση ανυπομονησία επιδεικνύετε τόση υπομονή; ρωτά η Madam de la Pommeraye τον μαρκήσιο des Arcis.
-Εκπαιδεύω την υπομονή μου, ώστε να είναι στο ύψος της ανυπομονησίας μου, της απαντά.
Γαλλία, τέλη 18ου αιώνος. Η La Pommeraye είναι μία νέα και ωραία χήρα. Ζει με τους υπηρέτες της μόνη στην εξοχή. Στο πάρκο που περιβάλλει τον οικογενειακό πύργο την βλέπουμε να περπατά με τον μαρκήσιο και να του απαριθμεί τις κατακτήσεις του. Μητέρες, κόρες, εξαδέλφες, Αγγλίδες, Ιταλίδες…
Είναι επιφυλακτική, διότι γνωρίζει την φήμη του καρδιοκατακτητή συνομιλητού της. Είναι επίσης πεπεισμένη ότι «η αγάπη όταν συνδέεται με την σάρκα είναι εύθραστη». Η παιδική της φίλη την προειδοποιεί ότι ένας άνδρας σαν τον μαρκήσιο είναι έτοιμος για όλες τις μεταμφιέσεις μέχρι να πετύχει τον σκοπό της. Τα γλυκόλογα, όμως, του υποψήφιου εραστού της δεν έχουν σταματημό.
-Κάθε μέρα με την συντροφιά σας οχυρώνει τις ελπίδες μου, εξομολογείται ο μαρκήσιος σε έναν άλλο περίπατο.
Έχουν περάσει έξι μήνες, και ο des Arcis, εκτός από λόγια, επιδεικνύει και πράξεις. Έχει αφήσει όλες του τις δουλειές στο Παρίσι, με τις συνεπαγόμενες οικονομικές συνέπειες. Οι γυναίκες χρειάζονται αποδείξεις. Ο μαρκήσιος αποδεικνύει, καθημερινώς, το ενδιαφέρον του. Είναι επίμονος αλλά δεν πιέζει. Η στρατηγική του έχει αποτέλεσμα. Η La Pommeraye ενδίδει. Όταν η φίλη της προσπαθεί να την συνεφέρει, εκείνη την κατακεραυνώνει με μία φράση-κλειδί: «Ο έρωτας είναι μία προσβολή για όσους τον στερούνται». Η συνέχεια είναι η αναμενόμενη. Αφού πέτυχε τον σκοπό του, ο μαρκήσιος αρχίζει να απομακρύνεται. Με πρόφαση τις νέες του επαγγελματικές δραστηριότητες, απουσιάζει όλο και περισσότερο, αποφεύγοντας, παραλλήλως, όταν επιστρέφει, την ερωτική δραστηριότητα με την σύντροφό του. Πληγωμένη και καταρρακωμένη, αποφασίζει να τον εκδικηθεί παραδειγματικώς. Του παρουσιάζει μία εκπάγλου καλλονής κοπέλλα, την mademoiselle de Joncquieres, την οποία παρουσιάζει ως πρότυπο ηθικής και αγνότητος.
Επί μακρόν χρονικό διάστημα, τον εμποδίζει να την συναντά, δημιουργώντας την αίσθηση του «απαγορευμένου καρπού». Είναι τέτοια η μαεστρία της στην ενορχήστρωση του πόθου στο θύμα της, ώστε εκείνος θα καταλήξει γαμπρός στην εκκλησία, αφού πριν της έχει προσφέρει την μισή του περιουσία. Η αποκάλυψις της αλήθειας θα είναι οδυνηρή, αφού η mademoiselle με την μητέρα της εξασκούσαν, το προηγούμενο διάστημα, το αρχαιότερο των επαγγελμάτων του κόσμου. Το τέλος, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, είναι άκρως ηθικοπλαστικό. Παρ’ ότι έχει καταστεί ο περίγελως της κοινωνίας ο μαρκήσιος αποφασίζει για πρώτη φορά στην ζωή του να φανεί τίμιος απέναντι στο γυναικείο φύλο, με το οποίο ήταν άστατος και αφερέγγυος καθ’ όλη τη ζωή του. Διατηρεί τον γάμο του και αναχωρεί με την de Joncquieres για την επαρχία, έως ότου ξεχασθεί η υπόθεσις.
Την ιστορία κατέγραψε, το 1784, ο κορυφαίος φιλόσοφος Denis Diderot και μετέφερε στην μεγάλη οθόνη ο σκηνοθέτης Emanuel Mouret, το 2018.